- συντετραίνω
- και συντίτρημι Α1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής2. (το μέσ.) συντετραίνομαιεπικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ.β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.)3. μτφ. αφήνω κάτι να διέλθει μέσα από κάτι άλλο («δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῡθον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τετραίνω «τρυπώ, διαπερνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.